δακτυλόγραμμα

δακτυλόγραμμα
το
το δακτυλικό αποτύπωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δακτυλόγραμμα — το δαχτυλικό αποτύπωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • δαχτυλιά — η 1. το ίχνος ή το αποτύπωμα ακάθαρτου δακτύλου («μια δαχτυλιά στο τετράδιο») 2. το δακτυλικό αποτύπωμα, το δακτυλόγραμμα 3. η ποσότητα πυκνόρρευστης ουσίας που μπορεί να συγκρατήσει ο δείκτης τού χεριού («μια δαχτυλιά μέλι») 4. ποσότητα υγρού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”